- Οἰδίπουν
- ΟἰδίπουςOedipusmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OEDIPUS — Laii Thebanorum Regis et Iocastae filius ἀπὸ οἰ δήματος τῶ ποδῶν, hoc est, ô tumore pedum, ut Euripidi placet, Seneca Tragoedus, in Oedipo, Actu 4. v. 812. Forata ferrô gesseras vestigia Tumore nactus nomen, ac vitiô pedum. Hunc pater, cum ex… … Hofmann J. Lexicon universale
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… … Dictionary of Greek
όθεν — και όθε και όθενε (ΑΜ ὅθεν) επίρρ. 1. (αναφ.) από εκεί όπου, απ όπου, από όποιο μέρος, από όποιο πράγμα ή πρόσωπο ή χρόνο («ὑπὸ πλατανίσκῳ ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (τοπικό) (αντί τού ὄθι) όπου («ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη»,… … Dictionary of Greek